ξεκαπακώνω

ξεκαπακώνω
ξεκαπάκωσα, ξεκαπακώθηκα, ξεκαπακωμένος, αφαιρώ το κάλυμμα, το καπάκι, το σκέπασμα κλειστού δοχείου: Ξεκαπάκωσα τη χύτρα να μη χυθεί το φαγητό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκαπάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπακώνω, αφαίρεση του καπακιού, το ξεσκέπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”